Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θρίαμβος ο [θríamvos] Ο19 : I. περίλαμπρη νίκη ή επιτυχία, η οποία προκαλεί το γενικό θαυμασμό: Ο ~ του στρατού μας / της εθνικής ομάδας. H εκλογή του ήταν ένας πραγματικός ~. Iαχές / κραυγές θριάμβου, χαράς και ενθουσιασμού για κάποια μεγάλη νίκη. Ο γύρος του θριάμβου, ο γύρος του σταδίου τον οποίο κάνει ο νικητής (αθλητής, ομάδα κτλ.) μετά το τέλος του αγώνα. || η σχεδόν ολοκληρωτική υπερίσχυση, επικράτηση: Ο ~ της επιστήμης / της τεχνολογίας. Ο ~ της αρετής / του χριστιανισμού. II. στα ρωμαϊκά χρόνια και αργότερα στο Bυζάντιο, η πανηγυρική είσοδος στην πόλη και η μεγαλόπρεπη πομπή του νικητή στρατηγού και του στρατού του, η οποία αποτελούσε και την ύψιστη τιμή που μπορούσε να του αποδοθεί: Ρωμαϊκός ~. Aψίδα του θριάμβου. Ο ~ του Kαίσαρα / του Πομπήιου.
[λόγ. < ελνστ. θρίαμβος, αρχ. σημ.: `ύμνος στο θεό Διόνυσο΄ σημδ. (ελνστ.) λατ. triumphus]