Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θριαμβευτής ο [θriamveftís] Ο7 θηλ. θριαμβεύτρια [θriamvéftria] Ο27 : αυτός που έχει θριαμβεύσει, που έχει πετύχει περίλαμπρη νίκη: Ο ~ των εκλογών / της μάχης. || (ως επίθ.): ~ στρατός. Θριαμβεύτρια ομάδα.
[λόγ. < ελνστ. θριαμβευτής < θριαμβεύω μτφρδ. (ελνστ.) λατ. triumphator· λόγ. θριαμβευ(τής) -τρια]
- θριαμβευτικός -ή -ό [θriamveftikós] Ε1 : 1. που χαρακτηρίζεται ως θρίαμβος: Θριαμβευτική νίκη / επιτυχία. 2. που έχει το χαρακτήρα θριάμβου, που συνοδεύεται από ζωηρές εκδηλώσεις θαυμασμού και επιδοκιμασίας: Θριαμβευτική είσοδος. Θριαμβευτική υποδοχή, πανηγυρική. 3. που ταιριάζει σε θριαμβευτή: Θριαμβευτικό ύφος.
θριαμβευτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. θριαμβευτικός < θριαμβευτής μτφρδ. (ελνστ.) λατ. triumphalis]
- θριαμβεύω [θriamvévo] Ρ5.1α : πετυχαίνω περίλαμπρη νίκη ή επιτυχία, η οποία προκαλεί το γενικό θαυμασμό: Θριαμβεύει ένα κόμμα στις εκλογές. Θριάμβευσαν οι αθλητές μας στους αγώνες. Θριάμβευσε στις εξετάσεις. Θριάμβευσε στο ρόλο του Άμλετ. || υπερισχύω, επικρατώ σχεδόν ολοκληρωτικά: Tελικά το δίκαιο / η αλήθεια θα θριαμβεύσει.
[λόγ. < ελνστ. θριαμβεύω < θρίαμβος μτφρδ. (ελνστ.) λατ. triumpho]
- θριαμβεύων -ουσα -ον [θriamvévon] Ε12 : (λόγ.) που θριαμβεύει. || (εκκλ.) Θριαμβεύουσα εκκλησία*.
[λόγ. < ελνστ. θριαμβεύων μεε. του θριαμβεύω]
- θριαμβικός -ή -ό [θriamvikós] Ε1 : που έχει σχέση με το θρίαμβο, την πανηγυρική είσοδο του νικητή στρατηγού στην πόλη: Θριαμβική αψίδα. Θριαμβικό τόξο.
[λόγ. < ελνστ. θριαμβικός < θρίαμβος μτφρδ. (ελνστ.) λατ. triumphalis]
- θριαμβολογία η [θriamvolojía] Ο25 : λόγος που θριαμβολογεί.
[λόγ. θριαμβολογ(ώ) -ία]
- θριαμβολογώ [θriamvoloγó] Ρ10.9α : εκφράζω με τρόπο θριαμβευτικό την ικανοποίησή μου για κάποια λαμπρή νίκη ή επιτυχία.
[λόγ. θρίαμ β(ος) -ο- + -λογώ]
- θρίαμβος ο [θríamvos] Ο19 : I. περίλαμπρη νίκη ή επιτυχία, η οποία προκαλεί το γενικό θαυμασμό: Ο ~ του στρατού μας / της εθνικής ομάδας. H εκλογή του ήταν ένας πραγματικός ~. Iαχές / κραυγές θριάμβου, χαράς και ενθουσιασμού για κάποια μεγάλη νίκη. Ο γύρος του θριάμβου, ο γύρος του σταδίου τον οποίο κάνει ο νικητής (αθλητής, ομάδα κτλ.) μετά το τέλος του αγώνα. || η σχεδόν ολοκληρωτική υπερίσχυση, επικράτηση: Ο ~ της επιστήμης / της τεχνολογίας. Ο ~ της αρετής / του χριστιανισμού. II. στα ρωμαϊκά χρόνια και αργότερα στο Bυζάντιο, η πανηγυρική είσοδος στην πόλη και η μεγαλόπρεπη πομπή του νικητή στρατηγού και του στρατού του, η οποία αποτελούσε και την ύψιστη τιμή που μπορούσε να του αποδοθεί: Ρωμαϊκός ~. Aψίδα του θριάμβου. Ο ~ του Kαίσαρα / του Πομπήιου.
[λόγ. < ελνστ. θρίαμβος, αρχ. σημ.: `ύμνος στο θεό Διόνυσο΄ σημδ. (ελνστ.) λατ. triumphus]