Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θούριος -α -ο [θúrios] Ε6 : (για τραγούδια, ύμνους κτλ.) πολεμικός: ~ ύμνος. Θούριο άσμα / σάλπισμα, αλλά συνηθέστερα ως ουσ. ο θούριος και το θούριο, πολεμικό τραγούδι: Ο ~ του Ρήγα. Tα θούρια του Tυρταίου.
[λόγ. < αρχ. θούριος `ορμητικός στον πόλεμο΄]