Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θούριος -α -ο
1 εγγραφή
θούριος -α -ο [θúrios] Ε6 : (για τραγούδια, ύμνους κτλ.) πολεμικός: ~ ύμνος. Θούριο άσμα / σάλπισμα, αλλά συνηθέστερα ως ουσ. ο θούριος και το θούριο, πολεμικό τραγούδι: Ο ~ του Ρήγα. Tα θούρια του Tυρταίου.

[λόγ. < αρχ. θούριος `ορμητικός στον πόλεμο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες