Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θνησιμότητα
1 εγγραφή
θνησιμότητα η [θnisimótita] Ο28 : (στατ.) 1. η αναλογία που υπάρχει ανάμεσα στον αριθμό των θανάτων και στο σύνολο του πληθυσμού σε ορισμένο τόπο και χρόνο. ANT γεννητικότητα: Aύξηση / μείωση της θνησιμότητας. H υπογεννητικότητα εξισορροπείται από τη μείωση της παιδικής θνησιμότητας. Πίνακες θνησιμότητας του 1997 για τα ευρωπαϊκά κράτη. Γενική ~. ~ ανδρών / γυναικών. 2. το σύνολο των θανάτων που συμβαίνουν σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα και που οφείλονται στην ίδια αιτία: H ~ από καρκίνο / καρδιοπάθειες / ατυχήματα.

[λόγ. θνήσιμ(ος) `που μπορεί να πεθάνει΄ (< ελνστ. θνῆσ(ις) `θάνατος΄ -ιμος) -ότης > -ότητα μτφρδ.γαλλ. mortalité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες