Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θλίψη
2 εγγραφές [1 - 2]
θλίψη 1 η [θlípsi] Ο31 : 1α. μεγάλη λύπη για κάποιο δυσάρεστο γεγονός: Σου εκφράζω τη βαθιά μου ~ για το θάνατο του πατέρα σου. β. (συνήθ. πληθ.) γεγονός που προκαλεί θλίψη: H ζωή έχει πολλές θλίψεις και λίγες χαρές. 2α. δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση που κυρίαρχα στοιχεία της είναι μια διαρκής λύπη και βαθιά μελαγχολία: Nιώθω (μια) ~ / με πιάνει ~, όταν βλέπω τη νιότη να χάνεται / τα ωραία αρχοντικά να γκρεμίζονται. β. (προφ.) για να χαρακτηρίσουμε κτ. που μας προκαλεί κατάθλιψη: Aυτή η πόλη είναι σκέτη ~. ~ αυτές οι σκοτεινές χειμωνιάτικες μέρες!

[μσν. θλίψη < αρχ. θλῖψις (-σις > -ση) `πίεση΄, με εξέλιξη της σημ. κατά το θλίβω]

θλίψη 2 η : (τεχν.) μηχανική ενέργεια που ασκείται σε ένα σώμα, που τείνει να περιορίσει το μήκος του και να αυξήσει το πλάτος του. ANT εφελκυσμός.

[λόγ. < αρχ. θλῖψις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες