Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θησαυρίζω [θisavrízo] -ομαι στη σημ. 2 Ρ2.1 : 1. αποκτώ πάρα πολλά χρήματα, πλουτίζω·: Άλλοι έχασαν τις περιουσίες τους στον πόλεμο, ενώ αυτός θησαύρισε με τη μαύρη αγορά. Πολλοί μετανάστες θησαύρισαν στην Aμερική. 2. (σπάν.) συγκεντρώνω, συλλέγω κτ. πολύτιμο ή χρήσιμο· αποθησαυρίζω: Bιώματα θησαυρισμένα στο υποσυνείδητο. Θησαυρίζει ιδιωματικές λέξεις.
[λόγ. < αρχ. θησαυρίζω]