Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θεωρώ [θeoró] -ούμαι Ρ10.9 : 1. πιστεύω ή έχω τη γνώμη ότι κάποιος ή κτ. έχει ορισμένη ιδιότητα: Tον ~ έξυπνο / ανόητο / τίμιο / κακοήθη. ~ τον εαυτό μου τυχερό. Tον θεωρούσα φίλο μου αλλά με πρόδωσε. ~ τη συνεργασία του απαραίτητη. H λύση του προβλήματος θεωρήθηκε σωστή / λανθασμένη. Δε ~ σωστό να κρύψω την αλήθεια. ~ ότι κάθε προσπάθεια είναι μάταιη, νομίζω. 2. (για αφηρ. ουσ.) εξετάζω κτ. προσεκτικά: Θεωρούμε την πολιτική κατάσταση κάτω από το πρίσμα των νέων εξελίξεων. || εξετάζω κτ. που υποθέτω, δέχομαι ότι υπάρχει: Aς θεωρήσουμε έναν κύκλο με ακτίνα πέντε εκατοστών. 3. κάνω θεώρηση1. α. εξετάζω ένα έγγραφο για να το επικυρώσω: H μετάφραση του πιστοποιητικού πρέπει να θεωρηθεί από την αρμόδια υπηρεσία. || δίνω ένα έγγραφο στην αρμόδια υπηρεσία για να μου το θεωρήσει: Πρέπει να θεωρήσω το διαβα τήριό μου. β. εξετάζω ένα κείμενο για να το διορθώσω: ~ τα χειρόγραφα / τα δοκίμια.
[λόγ. < αρχ. θεωρῶ (3: σημδ.: α: γαλλ. viser· β: γαλλ. réviser)]