Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θεριστής ο [θeristís] Ο7 θηλ. θερίστρια [θerístria] Ο27 & (λαϊκότρ.) θερίστρα [θerístra] Ο25 : 1α. αυτός που θερίζει με δρεπάνι: Tα στάχυα σωριάζονταν κομμένα στο πέρασμα των θεριστών. β. (μτφ., λογοτ.) αυτός που προκαλεί ομαδικούς θανάτους: Ο Xάρος, ο ~. 2. (λαϊκότρ.) Θεριστής, ο μήνας Iούνιος.
[1: αρχ. θεριστής· 2: μσν. σημ.· λόγ. θερισ(τής) -τρια· θερισ(τής) -τρα]