Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θερισμός
1 εγγραφή
θερισμός ο [θerizmós] Ο17 : το κόψιμο των ώριμων δημητριακών με δρεπάνι ή με άλλο μηχανικό μέσο.

[αρχ. ή λόγ. < αρχ. θερισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες