Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θεράποντας ο [θerápondas] Ο5 θηλ. θεραπαινίδα [θerapeníδa] Ο26 : 1. υπηρέτης, στην αρχαιότητα. 2α. (μτφ., λόγ.) για πνευματική δραστηριότητα ή για θεσμό, όταν υπηρετεί σκοπούς που έρχονται σε σύγκρουση με τη δική τους αυτοτέλεια: Tο Mεσαίωνα οι επιστήμες υπήρξαν θεραπαινίδες της θεολογίας. β. (μτφ.) αυτός που θεραπεύει2β κτ., κυρίως για καλές τέχνες, γράμματα ή επιστήμες: Οι θεράποντες της σύγχρονης ποίησης. || (μειωτ.): Θεράποντες της επιστήμης που καταντούν θεράποντες πολιτικών σκοπιμοτήτων.
[λόγ. < αρχ. θεράπων, αιτ. -οντα `ακόλουθος, υπηρέτης΄· λόγ. < αρχ. θεραπαινίς, αιτ. -ίδα `μικρή υπηρέτρια΄]
- θεράποντας [θerápondas] Ε (βλ. Ο5) : ~ γιατρός, που παρακολουθεί έναν ασθενή κατά τη διάρκεια της αρρώστιας του, που τον κουράρει.
[λόγ. < αρχ. θεράπων, αιτ. -οντα `ακόλουθος, υπηρέτης΄ με αλλ. της σημ. αναλ. προς το ρ. θεραπεύω σημδ. ιταλ. (medico) curante]