Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θεομηνία η [θeominía] Ο25 : 1. μεγάλη καταστροφή που οφείλεται σε φυσικά αίτια: Σεισμοί, πλημμύρες και άλλες θεομηνίες. Δόθηκε έκτακτη ενίσχυση στους αγρότες που η παραγωγή τους καταστράφηκε λόγω θεομηνιών. 2. σφοδρή κακοκαιρία: Πού θες να πας μ΄ αυτήν τη ~;
[λόγ. < ελνστ. θεομηνία `οργή του θεού΄]