Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θεμιτός -ή -ό [θemitós] Ε1 : ANT αθέμιτος. 1. που τον επιτρέπουν οι νόμοι και τα έθιμα· δίκαιος: Xρησιμοποίησε κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο για να πλουτίσει. 2. σύμφωνος με το νόμο, νόμιμος: ~ ανταγωνισμός. Θεμιτό δικαίωμα. Είναι θεμιτό να
Είναι θεμιτό να υπερασπίζεσαι με κάθε μέσο την υπόληψή σου.
[λόγ. < αρχ. θεμιτός]