Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεμέλιο
2 εγγραφές [1 - 2]
θεμέλιο το [θemélio] Ο40 : 1. (συνήθ. πληθ.) α. το κατώτερο τμήμα οικοδομήματος που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και που πάνω του στηρίζεται η όλη κατασκευή: Θεμέλια σπιτιού / πολυκατοικίας / οικοδομής. Στερεά / γερά θεμέλια. Ρίχνω θεμέλια, τα κατασκευάζω. Tο σπίτι είναι ακόμα στα θεμέλια, στο στάδιο κατασκευής των θεμελίων, στην αρχή. β. κοίλωμα σκαμμένο στο έδαφος μέσα στο οποίο κατασκευάζονται τα θεμέλια: Aνοίγω / σκάβω τα θεμέλια. Εργάτες καταπλακώθηκαν από όγκους χωμάτων κατά την εκσκαφή των θεμελίων της οικοδομής. 2. (μτφ.) το στοιχείο που πάνω του στηρίζονται άλλα, το σημείο στήριξης, η βάση: Tο κοινοβούλιο, η αυτοδιοίκηση κι ο συνδικαλισμός, είναι τα θεμέλια της δημοκρατίας. Οι απόψεις του στηρίζονται σε γερά θεωρητικά θεμέλια. Tα θεμέλια του έθνους / της κοινωνίας. Tα θεμέ λια μιας επιστήμης, το αρχικό στάδιο συγκρότησής της. (λόγ.) ΦΡ εκ θεμελίων: Tο δικτατορικό καθεστώς κλονίζεται / σείεται εκ θεμελίων, από τη βάση του· ΣYN ΦΡ εκ βάθρων.

[1: αρχ. θεμέλιον ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. θεμέλιος· 2: λόγ. με βάση το θεμελιώνω2 & σημδ. γαλλ. fondement]

θεμέλιος -α -ο [θemélios] Ε6 : (λόγ.) μόνο στην έκφραση ~ λίθος: α. η πρώτη πέτρα που τοποθετείται συνήθ. σε επίσημη τελετή κατά τη θεμελίωση ενός κτιρίου: Ο υπουργός έβαλε το θεμέλιο λίθο του νέου δικαστικού μεγάρου. β. (μτφ.) για ό,τι αποτελεί τη βάση ενός θεσμού, μιας κοσμοθεωρίας κτλ.: Tο κοινοβούλιο αποτελεί το θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας.

[λόγ. < αρχ. θεμέλιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες