Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θαμώνας ο [θamónas] Ο2 : αυτός που συχνάζει κάπου· πελάτης: Είναι ~ των μπαρ και των νυχτερινών κέντρων.
[λόγ. θαμ(ών) -ώνας < αρχ. επίρρ. θαμ(ά) `συχνά΄ -ών σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. θαμιστής, συχναστής (επίρρ. και αρχ. επίθημα -ων, που παράγει ουσ., δεν μπορούν να συνδυαστούν) μτφρδ. γαλλ. fréquantant (les cafés)]