Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηχώ
2 εγγραφές [1 - 2]
ηχώ η [ixó] Ο37β : (φυσ.) επανάληψη ήχου από ανάκλαση των ηχητικών κυμάτων, όταν προσκρούσουν σε εμπόδιο το οποίο βρίσκεται σε απόσταση μεγαλύτερη από δεκαεφτά μέτρα: ~ και αντήχηση. || επανάληψη ή μίμηση των όσων λέει κάποιος άλλος: Έχει γίνει η ~ μου.

[λόγ. < αρχ. ἠχώ]

ηχώ [ixó] Ρ10.9α : παράγω ήχο: Ήχησαν οι σάλπιγγες. || ακούγομαι: Tα λόγια του ήχησαν περίεργα στ΄ αυτιά μου.

[λόγ. < αρχ. ἠχῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες