Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηχόχρωμα
1 εγγραφή
ηχόχρωμα το [ixóxroma] Ο49 : (μουσ.) αισθητικού επιπέδου διάκριση, η οποία αναφέρεται στον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάποιου ήχου.

[λόγ. ηχο- + χρώμα μτφρδ.(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες