Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηχομόνωση η [ixomónosi] Ο33 : ηχητική απομόνωση ενός χώρου: Σπίτι / διαμέρισμα / γραφείο που δεν έχει ~.
[λόγ. ηχο- + μόνω(σις) -ση μτφρδ. γερμ. Schallisolation(;)]