Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηχογραφώ [ixoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : καταγράφω τον ήχο πάνω σ΄ ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να τον διατηρεί και να τον αναπαράγει: Hχογράφησε έναν καινούριο δίσκο. Hχογραφημένη συναυλία. ~ μια εκπομπή από το ραδιόφωνο, μαγνητοφωνώ.
[λόγ. ηχο- + -γραφώ]