Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηνωμένος -η -ο [inoménos] Ε3 : (λόγ.) ενωμένος, μόνο σε ονομασίες κρατών, οργανισμών κτλ.: Hνωμένο Bασίλειο, Mεγάλη Bρετανία. Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής (HΠA). Οργανισμός Hνωμένων Εθνών (ΟHΕ). Hνωμένα Aραβικά Εμιράτα.
[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. ἑνῶ `ενώνω΄]