Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηλικιωμένος -η -ο [ilikioménos] Ε3 : άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας, συνήθ. ανάμεσα στα εξήντα και εβδομήντα· (πρβ. γέρος): Είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα. || στη θέση του γέρος, για πιο ευγενική διατύπωση: Nα προσφέρετε τις θέσεις σας στα ηλικιωμένα άτομα. || (ως ουσ.) ο ηλικιωμένος, θηλ. ηλικιωμένη: Θέσεις για ηλικιωμένους και αναπήρους.
[λόγ. μππ. του μσν. ηλικιώνω < ηλικί(α) -ώνω `φτάνω σε ώριμη ηλικία΄ & σημδ. γαλλ. âgé]