Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηλιέλαιο το [iliéleo] Ο41 : λάδι που βγαίνει από τους σπόρους του ηλίανθου.
[λόγ. ήλι(ος) 2 + -έλαιον μτφρδ. αγγλ. sunflower oil ή γαλλ. huile de tournesol]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. ήλι(ος) 2 + -έλαιον μτφρδ. αγγλ. sunflower oil ή γαλλ. huile de tournesol]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |