Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηλεκτρίζω [ilektrízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. προκαλώ την ανάπτυξη ηλεκτρικών φορτίων στην επιφάνεια ενός σώματος ή διοχετεύω ηλεκτρικό ρεύμα· φορτίζω με ηλεκτρισμό: Hλεκτρισμένη ράβδος. Πολλές φορές, όταν χτενίζετε τα μαλλιά σας, η χτένα ηλεκτρίζεται. 2. (μτφ.) δημιουργώ ένταση: α. φορτισμένη θετικά, ευχάριστα· ενθουσιάζω, γοητεύω, ξεσηκώνω: Ο λόγος του ηλέκτριζε τα πλήθη. Ένα αλλιώτικο ρίγος ηλέκτρισε τη ραχοκοκαλιά. β. φορτισμένη αρνητικά, δυσάρεστα: H συνεδρίαση της βουλής / του δικαστηρίου άρχισε μέσα σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.
[λόγ. < γαλλ. électriser < électr(o)- = ηλεκτρ(ο)- -iser = -ίζω]