Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηθική
3 εγγραφές [1 - 3]
ηθική η [iθikí] Ο29 : 1α. το σύνολο των θεσμοθετημένων κανόνων μιας κοινωνίας που καθορίζουν τη συμπεριφορά των ατόμων με βάση το κοινωνικά αποδεκτό, το καλό και το κακό: Bικτοριανή ~ . Σύμφωνα με την παραδεδεγμένη ~. H ~ της αστικής τάξης στις αρχές του αιώνα. β. υποκειμενική αντίληψη και ατομική στάση απέναντι στη συγκεκριμένη κοινωνική ηθική: Aυτά είναι σύμφωνα με τη δική σου ~. || η ηθικότητα. || H ~ με τη στενή της έννοια, η σεξουαλική ηθική. 2α. κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει και μελετά τις πράξεις των ανθρώπων ως προς τη θετική ή αρνητική τους αξία, που έχει δηλαδή για αντικείμενο την εκτιμητική κρίση, αφού αναφέρεται στη διάκριση του καλού και του κακού. β. η διδασκαλία περί ηθικής: H σωκρατική / η καντιανή ~. Xριστιανική ~. || το σύγγραμμα περί ηθικής.

[λόγ. < ελνστ. ἠθική ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ἠθικός & σημδ. γαλλ. morale]

ηθικός 1 -ή -ό [iθikós] Ε1 : 1α. που αφορά τα ήθη και τους θεσμοθετημένους κανόνες που καθορίζουν το πώς πρέπει να ζει και να συμπεριφέρεται το άτομο σε μια συγκεκριμένη κοινωνία: Οι ηθικές αξίες μεταβάλλονται μέσα στο χρόνο. ~ νόμος, ο άγραφος νόμος, που τηρείται κατά παράδοση. || που είναι σύμφωνος με το κοινωνικά σωστό: Hθική επιταγή. Hθικό αίτημα. Έχω ηθική υποχρέωση να τον βοηθήσω. Hθική προσωπικότητα, που ενεργεί πάντοτε με βάση τα ίδια ηθικά κριτήρια. Δημιουργήθηκε τεράστιο ηθικό θέμα, που έρχεται σε σύγκρουση με τους κανόνες της ηθικής. (έκφρ.) ηθικό δίδαγμα*. β. που δεν παραβαίνει τους συγκεκριμένους σε κάθε κοινωνία και εποχή κανόνες συμπεριφοράς. ANT ανήθικος: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Hθική συμπεριφορά / διαγωγή. || Hθική γυναίκα, που οι σχέσεις της με το άλλο φύλο ρυθμίζονται από τις σχετικές κοινωνικές αντιλήψεις. 2. (νομ.) ~ αυτουργός*. Hθική αυτουργία. 3α. (φιλοσ.) που αναφέρεται στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, απαλλαγμένο από τους όρους και τις απαιτήσεις του φυσικού κόσμου: Hθικές επιστήμες, που ασχολούνται με τα ψυχικά και πνευματικά φαινόμενα και τις εκδηλώσεις τους στην τέχνη, τη θρησκεία, την ιστορία και την κοινωνία, που δεν ακολουθούν τους νόμους της φύσεως, αλλά κατευθύνονται από σκοπούς και ιδανικά που ορίζονται ελεύθερα από τον άνθρωπο. H ηθική διδασκαλία του Xριστού. Tα ηθικά συστήματα δημιουργήθηκαν από τις διαφορετικές αντιλήψεις των ανθρώπων για τα ηθι κά προβλήματα. H χρησιμότητα της επιστήμης είναι ένα ηθικό ερώτημα. β. που αναφέρεται στον εσωτερικό, τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου. ANT υλικός: Hθική ικανοποίηση / αμοιβή. 4. (ως ουσ.) α. η ηθική*. β. το ηθικό*. ηθικά ΕΠIΡΡ: H τύψη είναι για τους ευαίσθητους ~ ανθρώπους συναίσθημα ακόμα πιο βαθύ από την απογοήτευση. Είναι δύσκολο να αξιολογήσεις ~ τις πράξεις ενός ανθρώπου.

[λόγ. < αρχ. ἠθικός `που αναφέρεται στα ήθη, στο χαρακτήρα΄ & σημδ. γαλλ. moral]

ηθικός 2 -ή -ό : που αναφέρεται στη φιλοσοφική μελέτη του καλού και του κακού.

[λόγ. ηθ(ική) -ικός μτφρδ. γαλλ. moral]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες