Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηδυπάθεια η [iδipáθia] Ο27 : το γνώρισμα του ηδυπαθούς· έντονη ροπή προς τις ηδονές, γνώρισμα που εκδηλώνεται κυρίως με μια συμπεριφορά αισθησιακή και ράθυμη.
[λόγ. < αρχ. ἡδυπάθεια]