Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηγεμονικός -ή -ό [ijemonikós] Ε1 : που ανήκει, αναφέρεται, ταιριάζει ή θα ταίριαζε σε ηγεμόνα, συνήθ. μτφ., που έχει ένα χαρακτήρα μεγαλόπρεπο, επιβλητικό, πλουσιοπάροχο ή γενναιόδωρο: Hγεμονικοί τρόποι. Hγεμονικό παράστημα. Hγεμονικά δώρα. Hγεμονικό δείπνο. Hγεμονική αμοιβή.
ηγεμονικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἡγεμονικός]