Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζωόφιλος -η -ο [zoófilos] Ε5 : που δείχνει ιδιαίτερη αγάπη για τα ζώα· φιλόζωος: Zωόφιλα αισθήματα. || (ως ουσ., για πρόσ.): Οι σύλλογοι των ζωοφίλων, φίλων των ζώων. Οι κυνηγοί συνήθως χλευάζουν τους ζωόφιλους. Zωόφιλοι που ταΐζουν και φροντίζουν τα αδέσποτα σκυλιά.
[λόγ. < γαλλ. zoophile < zoo- = ζωο- 1 + -phile = -φιλος]