Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζωοφόρος η [zoofóros] & ζωφόρος η [zofóros] Ο35 : διακοσμητική ζώνη, με ανάγλυφες συνήθ. παραστάσεις, που αποτελεί τμήμα του θριγκού αρχαίων ναών και βρίσκεται πάνω από το επιστύλιο: Στη ζωοφόρο του Παρθενώνα παρασταίνεται όλη η πομπή των Παναθηναίων.
[λόγ. < ελνστ. ζωοφόρος `καλλιτεχνικό έργο που παρασταίνει μορφές ζώων΄· λόγ. < λατ. zophorus < ελνστ. *ζωφόρος (ίδ. σημ. με τη σημερ.)]