Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζιβάγκο το [ziváŋgo] Ο (άκλ.) : είδος γυριστού γιακά που περιβάλλει το λαιμό: H μόδα του ~ πέρασε. || (ως επίθ.) για ένδυμα με τέτοιο γιακά: Γιακάς ~. Mπλούζα ~.
[αγγλ. Zhivago (τίτλος κινηματογραφικού έργου, όπου ο ήρωας φορούσε τέτοιο πουλόβερ) < ρωσ. επών. Zhivago (ήρωας ομώνυμου μυθιστορήματος του Πάστερνακ)]