Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζεύξη
1 εγγραφή
ζεύξη η [zéfksi] Ο31 : α. η σύνδεση δύο ακτών (με γέφυρα): H ~ ενός ποταμού. Tο έργο της ζεύξης του στενού Ρίου-Aντιρρίου. β. (τεχνολ.) σύνδεση δύο οχημάτων, κινητήριων οργάνων ή εξαρτημάτων κτλ. με σκοπό τη λειτουργία τους κάτω από τις ίδιες συνθήκες.

[λόγ.: α: αρχ. ζεύξις (-σις > -ση)· β: σημδ. αγγλ. coupling]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες