Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζαχαροπλάστης ο [zaxaroplástis] Ο10 θηλ. ζαχαροπλάστισσα [zaxaroplá stisa] Ο27 & ζαχαροπλάστρια [zaxaroplástria] Ο27 & (λαϊκότρ.) ζαχαροπλάσταινα [zaxaroplástena] Ο27α : ο επαγγελματίας (καταστηματάρχης ή τεχνίτης) που παρασκευάζει ή πουλάει γλυκίσματα. || (θηλ.) ζαχαροπλάσταινα, και για τη σύζυγο του ζαχαροπλάστη.
[λόγ. ζαχαρο- + πλάστης· λόγ. ζαχαροπλάσ(της) -τρια· ζαχαροπλάστ(ης) -ισσα· ζαχαροπλά στ(ης) -αινα]