Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζαρκάδι το [zarkáδi] Ο44 θηλ. ζαρκάδα [zarkáδa] Ο26 : θηλαστικό, τετράποδο ζώο που μοιάζει με το ελάφι, ζει στα δάση και είναι γνωστό για τη χάρη του και το γρήγορο τρέξιμό του: Tα ζαρκάδια τα κυνηγούν για το νόστιμο κρέας τους. Tρέχει σαν ~, πολύ γρήγορα.
ζαρκαδάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. ζαρκάδι < ελνστ. ή μσν. ζορκάδιον με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a], υποκορ. του αρχ. ζορκάς (παράλληλος τύπος του δορκάς)· ζαρκάδ(ι) -α]