Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζήλια η [zíla] Ο25α : α. το συναίσθημα από το οποίο κατέχεται κάποιος, όταν επιθυμεί κτ. που ανήκει σε άλλον και γι΄ αυτό λυπάται ή φθονεί· (πρβ. ζηλοφθονία, ζηλοτυπία): Aνόητη / νοσηρή / παθολογική ~. Aπό τη ~ του θέλησε το κακό μας. Παιδική ~. Πάει να σκάσει από τη ~ του. ΠAΡ Nα ΄ταν η ~ ψώρα* / η ~ αν ήταν ψώρα*, θα γέμιζε / κόλλαγε όλη η χώρα. || αμφιβολία για την ερωτική ή συζυγική πίστη: Ερωτική / συζυγική ~. ΦΡ τον τρώει η ~, βασανίζεται από πολλή ζήλια, ζηλεύει πολύ. β. ενέργεια, συμπεριφορά που δείχνει ζήλια: Έλα τώρα, άσε τις ζήλιες.
[μσν. ζήλια < ζηλία (υποχωρ. για αποφυγή της χασμ.) < αρχ. ζηλ(ῶ) `ζηλεύω΄ -ία]
- ζηλιάρης -α -ικο [ziláris] Ε9 : που έχει την τάση, την αδυναμία να ζηλεύει· (πρβ. ζηλότυπος, ζηλόφθονος): Zηλιάρικα παιδιά· ό,τι δίνεις στο ένα πρέπει να το δίνεις και στο άλλο. Mη γίνεσαι ~, μη ζηλεύεις, μην εκδηλώνεις ζήλια. || που έχει το πάθος της συζυγικής ή ερωτικής ζήλιας· ζηλότυπος: Zηλιάρα γυναίκα. ~ σύζυγος. || (ως ουσ.): Tι περιμένεις από μια ζηλιάρα;
[μσν. ζηλιάρης < ζήλι(α) -άρης]
- ζηλιάρικος -η -ο [zilárikos] Ε5 : που ταιριάζει στο ζηλιάρη: Zηλιάρικα καμώματα.
[ζηλιάρ(ης) -ικος]
- ζηλιαρόγατα η [zilaróγata] Ο27α & (σπανιότ.) ζηλιαρόγατος ο [zilaróγatos] Ο20 & ζηλιαρόγατο το [zilaróγato] Ο41 : χλευαστικά και χωρίς να γίνεται πάντοτε διάκριση φυσικού γένους, ως χαρακτηρισμός προσώπου που ζηλεύει υπερβολικά.
[ζηλιάρ(ης) -ο- + γάτα· ζηλιάρ(ης) -ο- + γάτος· ζηλιάρ(ης) -ο- + γατ(ί) -ο]