Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευφραίνω [efréno] -ομαι Ρ7.2 (χωρίς μππ.) : προξενώ σε κπ. πολλή ευχαρίστηση ή χαρά: Ευφραίνεται η ψυχή σου, όταν βρίσκεσαι κοντά στη φύση. H μουσική ευφραίνει την ακοή του ανθρώπου. Ήπιαν το γλυκόπιοτο κρασί και ευφράνθηκαν. (εκκλ. έκφρ.) οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου, για να δηλώσουμε την απόλαυση που προσφέρει το κρασί.
[λόγ. < αρχ. εὐφραίνω]