Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εὐτελής
1 εγγραφή
ευτελής -ής -ές [eftelís] Ε10 : 1.για κτ. του οποίου η ποιότητα είναι πολύ χαμηλή· φτηνός2: Ο λευκοσίδηρος είναι ευτελές μέταλλο. Ευτελέστατα προϊόντα που όμως κοστίζουν πανάκριβα. 2. (μτφ.) για κπ. ή για κτ. που χαρακτηρίζεται από πνευματική ή ψυχική κατωτερότητα, για κπ. ή για κτ. που είναι πρόστυχο, χυδαίο: Xρησιμοποίησε ευτελή μέσα για να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του / για να ανεβεί κοινωνικά. Ευτελείς πράξεις. Ευτελή κίνητρα. Είναι πολύ ~ (άνθρωπος).

[λόγ. < αρχ. εὐτελής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες