Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εύρωστος -η -ο [évrostos] Ε5 : 1α.(για άνθρ. ή για ζώο) υγιής και δυνατός. β. (για φυτό) που έχει πολύ καλή ανάπτυξη. 2. (μτφ.) ακμαίος, ικανός για εξέλιξη και για δημιουργία: H οικονομία μας / η βιομηχανία μας είναι εύρωστη. Εύρωστα (οικονομικά) κράτη.
[λόγ. < αρχ. εὔρωστος]