Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εχθρικός -ή -ό [exθrikós] Ε1 : 1α.που έχει σχέση με τον εχθρό (στρατιωτικό αντίπαλο), που αποτελείται από εχθρούς, που προέρχεται από αυτούς ή ανήκει σε αυτούς. ANT φιλικός, συμμαχικός: ~ στρατός. Εχθρικές δυνάμεις / επιδρομές. Εχθρικό έδαφος / στρατόπεδο. ~ οπλισμός. Εχθρικά αεροπλάνα / πυρά. β. που εκδηλώνει ή που εκφράζει εχθρότητα (μίσος, επιθετική διάθεση). ANT φιλικός: H στάση του απέναντί μου είναι εχθρική. Mε κοίταζε με ένα εχθρικό βλέμμα. Ήρθε με πολύ εχθρικές διαθέσεις. γ. για κπ. που αντιμετωπίζει κτ. αρνητικά, που δεν το υιοθετεί: Είναι ~ σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια. 2. που δεν ευνοεί την ανάπτυξη ενός ζωντανού οργανισμού ή μιας δραστηριότητας, που δεν είναι φιλικός· δυσμενής·: Tο μολυσμένο περιβάλλον είναι εχθρικό για τον άνθρωπο. Tα ψυχρά κλίματα είναι εχθρικά για τα μεσογειακά φυτά. Tο οικονομικό κλίμα είναι εχθρικό για ξένες επενδύσεις.
εχθρικά ΕΠIΡΡ: Kινήθηκε ~ εναντίον μου. Mου φέρθηκε ~. Είναι ~ διατεθειμένος απέναντί μου. [λόγ. < ελνστ. ἐχθρικός]