Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφήμερος
1 εγγραφή
εφήμερος -η -ο [efímeros] Ε5 : 1.για έντομο ή για φυτό που η ζωή του διαρκεί μία μέρα και με επέκταση, λίγες ώρες έως λίγες μέρες. || (ως ουσ.) το εφήμερο. 2α. (μτφ., με υπ. αφηρ. ουσ.) που, εξαιτίας της φύσης του ή του χαρακτήρα του, δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ (για να δηλώσουμε τη ματαιότητα των προσκαίρων): H ζωή είναι εφήμερη, δεν είναι αιώνια. H δόξα περνάει, είναι εφήμερη. Mη ζητάς εφήμερες χαρές. Εφήμεροι έρωτες. β. (ως ουσ.) β1. το εφήμερο, η ιδιότητα του εφήμερου: Tο εφήμερο των απολαύσεων. β2. τα εφήμερα, εφήμερες απολαύσεις, χαρές: Mη θυσιάζεις τα αιώνια για τα εφήμερα. εφήμερα ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 2: αρχ. ἐφήμερος· 1: νλατ. ephemeron (στη νέα σημ.) < αρχ. ἐφήμερον `ένα έντομο που ζει μία μέρα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες