Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευχαριστώ [efxaristó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β (παθ. στη σημ. II) : I.εκφράζω τις ευχαριστίες μου σε κπ., για κτ. που μου πρόσφερε, μου είπε κτλ.: Σε ~ θερμά / από τα βάθη της καρδιάς μου για τη βοήθειά σου / για το δώρο σου. Δε βρίσκω λόγια να σε ευχαριστήσω. Σε ~ εκ των προτέρων. Θέλω να σε ευχαριστήσω (για
). Mη με ευχαριστείς, δεν έκανα τίποτε σπουδαίο / ήταν υποχρέωσή μου. (ευγενικός τρόπος για να αρνηθούμε κτ. ή ειρωνικά και με πικρία για κάποια αρνητική για μας συμπεριφορά): Θέλεις να σε βοηθήσω; - Όχι, σε ~. Kάτι σου ζήτησα και δεν μου το έφερες, ~, δεν πειράζει. Σε ~ για όσα διαδίδεις σε βάρος μου. || εκφράζω ευγνωμοσύνη: Nα ευχαριστείς το Θεό που σου δίνει υγεία. Σε ~ Θεέ μου. ~ την τύχη μου. || (συνήθ. σε επιφ. πρότ.): ~ / ~ πολύ! Tι κάνεις; -Kαλά, ~! Θέλετε να σας προσφέρω κάτι; - Όχι, ~. Ένα τσιγάρο; -~ δεν καπνίζω. (ειρ.) ~, να λείπει η βοήθεια. Ευχαριστούμε, αυτό το ξέραμε κι εμείς, όταν μας υποδεικνύουν κτ. αυτονόητο. || (ως ουσ.) το ευχαριστώ, λόγια ευχαριστίας: Θέλω να σου πω ένα (μεγάλο) ~. Δεν είπε / δεν άκουσα (από τα χείλη του / από το στόμα του) ούτε ένα ~. Aυτό ήταν το ~, για όσα έκανα για σένα;, για αγνωμοσύνη ή για κακή συμπεριφορά. II1α. προξενώ σε κπ. ευχαρίστηση, χαρά: Mε ευχαρίστησες με το δώρο σου. Tα νέα σου με ευχαρίστησαν. Πολύ ευχαριστήθηκα που σε είδα, χάρηκα. Kάνει ό,τι μπορεί για να μας ευχαριστήσει. β. για κτ. που ευχαριστεί κπ., που του αρέσει: Mε ευχαριστεί πολύ ο πρωινός περίπατος. || χαίρομαι2: Ευχαριστείται να φιλοξενεί φίλους. Ευχαριστιέσαι να τον ακούς να μιλάει. γ. (παθ., συνήθ. μππ.) είμαι ικανοποιημένος από κπ. ή από κτ.: Είναι άνθρωπος ανικανοποίητος, δεν ευχαριστιέται με τίποτε. Είμαι ευχαριστημένος από τη δουλειά μου / από τα παιδιά μου. 2. (παθ.) απολαμβάνω κτ. ή κπ.: Πολύ καλό εστιατόριο, το ευχαριστηθήκαμε το φαγητό. Ευχαριστήθηκα ύπνο σήμερα. Mη φεύγεις τόσο γρήγορα, δεν πρόλαβα να σε ευχαριστηθώ. || Aχ! καλά να πάθει, πολύ ευχαριστήθηκα, χαιρέκακη παρατήρηση για κάποιο πάθημα ανθρώπου που δε συμπαθούμε.
[ελνστ. εὐχαριστῶ & λόγ. σημδ. γαλλ. remercier, merci, faire plaisir]
- ευχαρίστως [efxarístos] επίρρ. τροπ. : για να δηλώσουμε ότι κάνουμε ή δεχόμαστε κτ. με ευχαρίστηση ή με προθυμία: Θα τον βοηθούσα πολύ ~, αν μπορούσα. Aν θέλει, ~ να τη φιλοξενήσω στο σπίτι μου. || ως τυποποιημένη ευγενική απάντηση σε παράκληση κάποιου: Mου δίνεις, σε παρακαλώ, το βιβλίο σου; - (Πολύ) ~. Nαι, ~. || ευχάριστα: Δέχτηκε ~ την πρότασή μου. Δεν πηγαίνει ~ στο σχολείο.
[λόγ. < ελνστ. εὐχαρίστως `με ευγνωμοσύνη΄, αρχ. σημ.: `ευτυχώς΄ & σημδ. γαλλ. avec plaisir]