Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευφημισμός ο [efimizmós] Ο17 : (γραμμ.) σχήμα λόγου στο οποίο αντικαθίσταται μια δυσοίωνη, απαγορευμένη ή γενικά πολύ αρνητικά φορτισμένη λέξη ή φράση, με μια άλλη που έχει εντελώς αντίθετη σημασία, π.χ. «Ειρηνικός Ωκεανός» αντί «τρικυμιώδης», «γλυκάδι» αντί «ξίδι», «Ευμενίδες» αντί «Ερινύες» κτλ. || (έκφρ.) κατ΄ ευφημισμό(ν), όταν χρησιμοποιούμε για κπ. ή για κτ. ένα θετικό χαρακτηρισμό που όμως δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην πραγματικότητα: Aυτός είναι κατ΄ ευφημισμόν άνθρωπος, για κτηνώδη άνθρωπο. Διανυκτερεύσαμε σε ένα κατ΄ ευφημισμόν ξενοδοχείο, για να μην το ονομάσω χάνι.
[λόγ. < ελνστ. εὐφημισμός]