Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευτροφισμός
1 εγγραφή
ευτροφισμός ο [eftrofizmós] Ο17 : (οικολ.) υπερβολική ανάπτυξη φυτικών οργανισμών σε λίμνες ή σε κλειστές θάλασσες (εξαιτίας της αυξημένης ποσότητας θρεπτικών ουσιών που προέρχονται από απόβλητα, λιπάσματα κτλ.), που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των ζωικών οργανισμών: Ο ~ είναι μια μορφή ρύπανσης του περιβάλλοντος.

[λόγ. < αγγλ. eutrophy (στη νέα σημ.) < αρχ. εὐτροφ(ία) `με καλή τροφή, σε ακμαία κατάσταση΄ -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες