Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευτελίζω
1 εγγραφή
ευτελίζω [eftelízo] -ομαι Ρ2.1 : μειώνω πάρα πολύ το κύρος, την ηθική ή την πνευματική αξία κάποιου· εξευτελίζω: Ο αχαλίνωτος κομματισμός έχει ευτελίσει την πολιτική ζωή του τόπου. Ευτελίζονται προαιώνιες αξίες.

[λόγ. < ελνστ. εὐτελίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες