Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευλύγιστος -η -ο [evlíjistos] Ε5 : ΣYN εύκαμπτος. 1. που λυγίζει εύκολα. α. για κτ. που, όταν δεχτεί μια εξωτερική πίεση, μεταβάλλει σχήμα χωρίς να σπάζει: H λυγαριά έχει πολύ ευλύγιστα κλαδιά. β. για μέλος ή τμήμα του σώματος που συνδέεται με αρθρώσεις οι οποίες του επιτρέπουν να κινείται εύκολα: Ευλύγιστα χέρια / δάχτυλα. || Είναι ~ άνθρωπος. 2. (μτφ.) για κτ. που μπορεί να προσαρμοστεί εύκολα σε νέα δεδομένα: Ευλύγιστο (πολεοδομικό) σχέδιο. H γραφειοκρατία δεν επιτρέπει στη δημόσια διοίκηση να γίνει ευλύγιστη.
[λόγ. < μσν. ευλύγιστος < ευ- λυγισ- (λυγίζω) -τος]