Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευλυγισία η [evlijisía] Ο25 : η ιδιότητα του ευλύγιστου. ΣYN ευκαμψία. 1α. η ευκολία με την οποία λυγίζει κτ.: H ~ που έχουν οι νεαροί βλαστοί τούς προστατεύει από τη θραύση. β. ευκινησία του σώματος: Mε τη γυμναστική διατηρεί την ~ του. 2. (μτφ.) εύκολη προσαρμογή σε νέα δεδομένα: H έλλειψη ευλυγισίας στο σχεδιασμό της δράσης οδήγησε στην αποτυχία του εγχειρήματος.
[λόγ. ευ- λυγισ- (λυγίζω) -ία]