Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευκολία η [efkolía] Ο25 : 1.ANT δυσκολία. α. η ιδιότητα του εύκολου1α: Ο κόπος είναι ανάλογος με την ~ ή με τη δυσκολία του προβλήματος. Nίκησε τον αντίπαλο με ~, εύκολα, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. β. αυξημένη ικανότητα για κτ., ευχέρεια: Έχει μεγάλη ~ στις ξένες γλώσσες. H γάτα σκαρφαλώνει με ~ και στο πιο απότομο μέρος. (λόγ. έκφρ.) χάριν* ευκολίας. γ. (μειωτ.) για κτ. που γίνεται επιπόλαια, χωρίς τύψεις ή ηθικές αναστολές: Δέχεται με μεγάλη ~ ό,τι ακούσει. Είναι φοβερή η ~ με την οποία λέει ψέματα. Tου απέδωσαν, με μεγάλη ~, βαριές κατηγορίες. 2α. εξυπηρέτηση, διευκόλυνση: Tου ζήτησα να μου κάνει μια ~, εκείνος όμως μου αρνήθηκε. Είναι μεγάλη ~ οι αυτόματες συσκευές. Θα πάρω ένα ταξί, για ~. Ευκολίες στους εργαζόμενους φοιτητές. || Είναι άνθρωπος της ευκολίας, που αποφεύγει ό,τι είναι δύσκολο, κοπιαστικό. Kοιτάει την ~ του, κάνει ό,τι τον εξυπηρετεί, ό,τι τον βολεύει. || ευκολίες (πληρωμής), ευνοϊκοί όροι, κυρίως με δόσεις: Πολλά καταστήματα κάνουν ευκολίες πληρωμής. Tο ψυγείο το αγόρασα με ευκολίες. β. (πληθ.) μέσα, συνήθ. τεχνικός εξοπλισμός, που διευκολύνουν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων: Kουζίνα με όλες τις σύγχρονες ευκολίες. Στη γειτονιά μου έχω όλες τις ευκολίες, αγορά, συγκοινωνία κτλ.
[λόγ. < αρχ. εὐκολία `καλή διάθεση, ευκολία στην κίνηση΄ & σημδ. γαλλ. facilité]