Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευθανασία η [efθanasía] Ο25 : 1.(λόγ.) καλός, ιδίως ανώδυνος, θάνατος. 2. σκόπιμη πρόκληση θανάτου, σχετικά ή εντελώς ανώδυνου, σε άνθρω πο που πάσχει από ανίατη αρρώστια ή βρίσκεται στο στάδιο της επιθανάτιας αγωνίας με σκοπό την απαλλαγή του από αυτά: Θεωρία / δικαίωμα της ευθανασίας. Yπέρμαχοι / οπαδοί / αντίπαλοι της ευθανασίας. H εκκλησία αντιτίθεται στην ~.
[λόγ. < ελνστ. εὐθανασία `ευτυχισμένος θάνατος΄ σημδ. αγγλ. euthanasia ή γαλλ. euthanasie (στη νέα σημ.) < ελνστ. εὐθανασία]