Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευεξία η [eveksía] Ο25 : γενική αίσθηση πολύ καλής σωματικής κατάστασης κυρίως υγείας, με συνέπεια τη δημιουργία ευχάριστης ψυχικής διάθεσης: Aίσθημα ευεξίας που προκαλεί η γυμναστική / η ενασχόληση με τα σπορ.
[λόγ. < αρχ. εὐεξία]