Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευδοκώ [evδokó] Ρ10.9α : (επίσ.) έχω την καλή θέληση να κάνω κτ.: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ευδόκησε να σας απονείμει το Mεγαλόσταυ ρο του Σωτήρος. || (ειρ.): Tα αποτελέσματα θα βγουν, όταν ευδοκήσει ο κύριος καθηγητής.
[λόγ. < ελνστ. εὐδοκῶ]