Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ετυμολόγηση η [etimolójisi] Ο33 : έρευνα της προέλευσης, ενδεχομένως του τρόπου σχηματισμού (ρίζα, πρόθημα, επίθημα, συνθετικό κτλ.) και της εξέλιξης μιας λέξης: Ειδικός συνεργάτης του λεξικού ασχολείται με την ~ των λημμάτων. || το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας· ετυμολογία: Σωστή / λανθασμένη ~.
[λόγ. ετυμολογη- (ετυμολογώ) -σις > -ση]