Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εστίαση 1 η [estíasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εστιάζω.
[λόγ. εστια- (εστιάζω) -σις > -ση]
- εστίαση 2 η : (λόγ.) παράθεση γεύματος, συνήθ. ομαδικού: Xώρος / αίθουσα εστιάσεων.
[λόγ. < αρχ. ἑστία(σις) -ση]