Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εσπεράντο η [esperándo] Ο (άκλ.) : ονομασία τεχνητής γλώσσας που δημιουργήθηκε για να βοηθήσει στην επικοινωνία ανθρώπων με διαφορετικές μητρικές γλώσσες.
[λόγ. < ψευδώνυμο Εsperanto (ισπαν. μτχ. του esperar `ελπίζω΄) του L. Zamenhof και αργότερα ονομασία της γλώσσας]